- ἐλαιόγαρον
- ἐλαιό-γᾰρον, τό,A fish preserved in oil, Steph. in Hp.2.309D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλαιογάρου — ἐλαιόγαρον fish preserved in oil neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιογάρῳ — ἐλαιόγαρον fish preserved in oil neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek